- τραυματιοφορέας
- (insan) yaralı taşıyan sıhhiye eri
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τραυματιοφορέας — ο, Ν (ιατρ. στρ.) στρατιώτης τού υγειονομικού σώματος ή υπάλληλος υγειονομικής υπηρεσίας εκπαιδευμένος στην παροχή πρώτων βοηθειών και στη διακομιδή τών τραυματιών στο πλησιέστερο χειρουργείο ή νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυματίας + φορέας] … Dictionary of Greek
τραυματιοφορέας — ο στρατιώτης ή υπάλληλος υγειονομικής υπηρεσίας εκπαιδευμένος στην παροχή πρώτων βοηθειών και στη μεταφορά τραυματιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραυματιοφόρος — ο, Ν τραυματιοφορέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυματίας + φόρος* (<φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek